υδραγωγός

υδραγωγός
ος, ό[ν] 1. водопроводный;

υδραγωγός σωλήνας — водопроводная труба;

2. (ο )
1) водопроводная труба; 2) анат. :

υδραγωγός της αίθούσης — полукружный канал (лабиринта);

3) мед. слабительное, вызывающее сильный понос; средство, вызывающее выделение жидкости из организма

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υδραγωγός" в других словарях:

  • ὑδραγωγός — bringing water masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδραγωγός — ο, / ὑδραγωγός, όν, ΝΜΑ αυτός που μεταφέρει το νερό (α. «υδραγωγός σωλήνας» ο υδροσωλήνας β. «υδραγωγὸς σείριος», Πλούτ.) νεοελλ. (για φαρμ.) αυτός που προκαλεί έκχυση εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη διάρροια 2. το αρσ. ως ουσ. ο υδραγωγός α) τεχνολ.… …   Dictionary of Greek

  • υδραγωγός — ο αυλάκι ή σωλήνας που διοχετεύει το νερό, υδαταγωγός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑδραγωγόν — ὑδραγωγός bringing water masc/fem acc sg ὑδραγωγός bringing water neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδραγωγοί — ὑδραγωγός bringing water masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδραγωγούς — ὑδραγωγός bringing water masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδραγωγά — ὑδραγωγός bringing water neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδραγωγῷ — ὑδραγωγός bringing water masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • водоважда — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ὑδραγωγός) водопровод, труба для протока воды. … …   Словарь церковнославянского языка

  • εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»